πλουτοκρατικός

πλουτοκρατικός
η , ό[ν] плутократический; капиталистический;

πλουτοκρατική ολιγαρχία — финансовая олигархия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλουτοκρατικός" в других словарях:

  • πλουτοκρατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλουτοκρατία ή στον πλουτοκράτη. επίρρ... πλουτοκρατικώς και πλουτοκρατικά Ν κατά τρόπο πλουτοκρατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πλ. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

  • πλουτοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλουτοκρατία ή στον πλουτοκράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»